πελωρίους

πελωρίους
πελώριος
the mighty things
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Παλλαντίδες — Κατά τη μυθολογία, οι 50 γιοι του Πάλλαντα, γιου του Πανδίονα, αδελφού του Αιγέα. Όταν ο Αιγέας έστειλε τον Θησέα στον Μινώταυρο της Κρήτης, οι Π. άρχισαν να ελπίζουν ότι μετά τον θάνατο του Αιγέα, που θα έμενε πλέον άτεκνος, θα κληρονομούσαν… …   Dictionary of Greek

  • ερυσίχθων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μυρμιδόνα ή του Τριόπα, εγγονός του Ποσειδώνα, που τον έλεγαν και Άθωνα. Ήταν περιώνυμος για την ασέβειά του. 2. Αθηναίος, γιος του Κέκροπα, αδελφός της Αγλαύρου, της Έρσης και της Πανδρόσου, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • τρίλιθος — η, ο / τρίλιθος, ον, ΝΜ αυτός που αποτελείται από τρεις λίθους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίλιθο μνημείο από τρεις λίθους μσν. το ουδ. ως ουσ. ονομασία ναού που είχε πελώριους κίονες από τους οποίους ο καθένας είχε τρεις λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Ανουρανταπούρα — (Anuradhapuraya).Πόλη (57.200 κάτ. το 2002) της Σρι Λάνκα, στο βόρειο τμήμα του νησιού, πρωτεύουσα της βόρειας κεντρικής επαρχίας, σε απόσταση περίπου 165 χλμ. από την πρωτεύουσα Κολόμπο. Είναι ιερή πόλη των βουδιστών, γι’ αυτό συγκεντρώνονται σε …   Dictionary of Greek

  • Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

  • Μπελ, Άντριου — (Andrew Bell, Σεντ Άντριους 1753 – Τσέλτενχαμ 1832). Αγγλικανός πάστορας. Διεύθυνε στο Έγκμορ, κοντά στο Μαντράς, ένα σχολείο για τα παιδιά των εκεί Άγγλων στρατιωτών, χρησιμοποιώντας την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Μαζί με τον σύγχρονο του κουάκερο… …   Dictionary of Greek

  • Σλόαν, Τζων — (Sloan). Αμερικανός ζωγράφος (1871 1951). Αυτοδίδακτος, εγκαταστάθηκε το 1904 στη Νέα Υόρκη όπου υπήρξε ένας από τους ηγέτες της «Ομάδας των Οχτώ», σκοπός της οποίας ήταν να αντιδράσει στο ακαδημαϊκό πνεύμα και στον απομονωτισμό της αποδεκτής… …   Dictionary of Greek

  • Τουλούζ - Λοτρέκ, Ανρί ντε- — (Toulouse Lautrec, πληρέστερα Henri Marie Raimond de Monfa de Toulouse – Lautrec, Αλμπί 1864 – Μαλρομέ 1901). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και σχεδιαστής διαφημίσεων. Παρά την αριστοκρατική καταγωγή του, βρήκε τη γνησιότερη έκφραση του εαυτού του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”